ὀχυρῷ

ὀχυρῷ
ὀχυρός
firm
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οχυρωτικός — ή, ὁ (Α ὀχυρωτικός, ή, όν) [οχυρώ] αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στην οχύρωση, οχυρωματικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οχυρωτική στρ. η στρατιωτική τέχνη και επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και την εκτέλεση τών οχυρωματικών έργων …   Dictionary of Greek

  • οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • προοχυρώ — όω, Α [ὀχυρῶ] οχυρώνω προηγουμένως, εξασφαλίζω …   Dictionary of Greek

  • συνοχυρώ — όω, Α [ὀχυρῶ / ώνω] οχυρώνω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • υπεροχυρώ — όω, Α [ὀχυρῶ / ώνω] οχυρώνω πάρα πολύ καλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”